- ἀμφισβητήσαι
- ἀμφισβητήσαῑ , ἀμφισβητέωgo asunderaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφισβητῆσαι — ἀμφισβητέω go asunder aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… … Dictionary of Greek